Εν ποίω έτει από
Χριστού, εν ποία πόλει
Και εναντίον τίνων
συνεκλήθη, εκ πόσων Αγίων Πατέρων απετελέσθη.
Σύνοδ.
|
Έτος
|
Πόλις
|
Βασιλεύς
|
Πατριάρχης
|
Εναντίον
|
Πατέρες
|
Α’
|
325
|
Νίκαια
|
Κωνσταντίνος
ο Μέγας
|
Μητροφάνης
|
Αρείου
του κτισμ/τρου
|
318
|
Β’
|
381
|
Κων/πολις
|
Θεοδόσιος
ο Μέγας
|
Γρηγόριος
ο Θεολόγος
|
Μακεδονίου
του Πνευμ/μάχου
|
150
|
Γ’
|
431
|
Έφεσος
|
Θεοδόσιος
ο Μικρός
|
Κύριλλος
ο Αλεξανδρείας
|
Νεστορίου
του Θεοτοκομάχου
|
200
|
Δ’
|
451
|
Χαλκηδών
|
Μαρκιανός
και Πουλχερία
|
Ανατόλιος
|
Διοσκούρου
του Μονοφυσίτου
|
630
|
Ε’
|
553
|
Κων/πολις
|
Ιουστινιανός
ο Μέγας
|
Μηνάς
και Ευτύχιος
|
Ωριγένους
του αιρ/τάτου
|
165
|
Σ’
|
680
|
Κων/πολις
|
Κωνσταντίνος
ο Πωγωνάτος
|
Γεώργιος
|
Σεργίου,
Πύρρου, Ωνωρίου Ρώμης
|
170
|
Ζ’
|
783
|
Νίκαια
|
Κωνσταντίνος
και Ειρήνη
|
Ταράσιος
|
Εικονομάχων
|
367
|
Η ΑΒ’ (Πρωτοδευτέρα) λεγομένη Σύνοδος συνήλθεν εν
Κωνσταντινούπολει τω 861 έτος εκ Πατέρων 318.
Η ΠΡΩΤΗ Σύνοδος κατέκρινεν και αναθεμάτισε τον δυσεβή
Άρειον, ο Άρειος ήτο από την Λυβίαν εχρημάτισε διδάσκαλος της εν Αλεξανδρεία
κατηχητικής σχολής, ούτος εβλασφήμει ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν είναι
ομοούσιος με τον Πατέρα, και ακολούθως δεν είναι Θεός αληθινός αλλά κτίσμα και
ποίημα εν χρόνω παρά του Πατρός δημιουργηθείς·
όθεν και καθαιρεθείς αναθεματίσθη.
Η ΔΕΥΤΕΡΑ Σύνοδος αναθεμάτισεν τον Πνευματομάχον Μακεδόνιον,
ο Μακεδόνιος ο και Πατριάρχης χρηματίσας Κωνσταντινουπόλεως εις ην των εκ της αιρέσεως
των Ημιαρειανών και έλεγεν ότι «το Πνεύμα δεν είναι αγέννητον, διότι αγέννητος
είναι ο Πατήρ· δεν είναι
γεννητόν, διότι γεννητός είναι ο Υιός·
άρα το Πνεύμα το άγιον δεν είναι Θεός.
Η ΤΡΙΤΗ Σύνοδος εδογμάτισεν και εκύρωσεν, ότι ο Χριστός,
όστις εγεννήθη ασπόρως από την υπεραγίαν Παρθένον, αυτός ο ίδιος είναι ο Υιός
και Λόγος του Θεού Πατρός και είναι μία υπόστασις και έχει δύο φύσεις· δια τούτο ανεκήρυξαν την αγίαν
Παρθένον κυρίως και αληθώς Θεοτόκον και κατέκριναν και αναθεμάτισαν τον δυσεβή
Νεστόριον.
Ο Νεστόριος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εγένετο κακόφρων
περί το μυστήριον της ενσάρκου οικονομίας, διαιρών τον ένα Χριστόν εις δύο
πρόσωπα και υποστάσεις ταυτόν ειπείν, τον ένα Υιόν εις δύο Υιούς διαμερίζων· και άλλος μεν, έλεγεν, ότι είναι
ο του Θεού Υιός· άλλος δε ο
εκ της Παρθένου· διο και την
αγίαν Παρθένον δεν την ωνόμαζε Θεοτόκον και αναθεματισθείς εξορίζεται εις Θάσσον· κακείθεν ως ταραξίας εις Όασιν της
Αραβίας, εκείσε δε ευρισκόμενος εις θεϊκάς αγνακτήσεις εδοκίμασε· διότι εσάπη η γλώσσα του και
όλον του το σώμα. Επί δε του Βασιλέως Μαρκιανού δια συνεργείας τινών φίλων του,
ηξιώθη να λάβη γράμματα ο Νεστόριος ανακαλούντα αυτόν εκ της εξορίας εις τον της
Κωνσταντινουπόλεως θρόνον·
λαβών αυτά, και εισελθών εις το αναγκαίον, πριν ή καθήση, ήκουσαν τινες έξω
ιστάμενοι ότι είπεν «έδειξά σε Μαρία ότι ψιλόν άνθρωπον έτεκες» και ευθύς μετά
την βλασφημίαν ταύτην Άγγελος Κυρίου τον επάταξε·
και εξεχύθησαν όλα του τα σπλάχνα εις το αγγείον της ακαθαρσίας του και
απέθανε, χρονίζοντος δε αυτού εξελθείν επειδή ο αποσταλείς βασιλικός άνθρωπος
εβιάζετο, κρούοσι την θύραν οι υπηρέται του, και του Νεστορίου μη αποκρινομένου
έβγαλαν την θύραν και εισελθόντες μετά άρχοντος εύρον αυτόν νεκρόν εν τω αγγείω
του εν ω ήσαν χυμένα τα σπλάχνα του.
Η ΤΕΤΑΡΤΗ Σύνοδος εβεβαίωσεν ότι ο Χριστός είναι τέλειος
Θεός, και τέλειος άνθρωπος, διπλούς κατά την φύσιν, και όχι κατά την υπόστασιν,
και εφύλαξε τα ιδιώματα και της μιας και της άλλης φύσεως εις την μίαν αυτού
υπόστασιν, ασύγχυτά τε και αμετάτρεπτα, και δια τούτο κατέκρινεν τον Ευτυχή
Αρχιμανδρίτην, και τον Πατριάρχην Αλεξανδρείας Διόσκορον διότι ο μεν, δύο
πρόσωπα και δύο υποστάσεις τον ένα Χριστόν εμέριζεν· ο δε τας δύο του Χριστού φύσεις ήτοι της θεότητός
του και ανθρωπότητος εις μίαν φύσιν συνέχεε, και έλεγεν ότι δεν ήτο τω ανάρχω
Πατρί ομοούσιος, ούτε τη των ανθρώπων φύσει, αλλ’ άλλης τινός ουδετέρας, και
διέφθειρε και την ιδικήν του θεότητα και την προσληφθείσαν ανθρωπότητα.
Η ΠΕΜΠΤΗ Σύνοδος κατέκρινε τον Ωριγένη, τον Ευάγριον και τους
οπαδούς αυτών, οι οποίοι εδόξαζον τέλος κολάσεως και άλλας τινάς
δυσειδαιμονίας.
Η ΕΚΤΗ Σύνοδος, εκήρυξεν ότι καθώς ο Χριστός έχει δύο
φύσεις, ούτως έχει και δύο ενεργείας φυσικάς, και δύο θελήσεις, και
αναθεμάτισαν τον Πύρρον, τον Ονώριον και τους ομόφρονας αυτών.
Η δε ΕΒΔΟΜΗ και τελευταία των Οικουμενικών Συνόδων αναστήλωσεν
τας ιεράς Εικόνας και αναθεμάτισε τους Εικονομάχους.
ΠΗΓΗ: ΤΡΙΑΔΙΚΗ ΔΟΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 1960, ΑΝΑΤΥΠΩΣΙΣ
1981, ΑΙ ΕΠΤΑ ΑΓΙΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΑΙ ΣΥΝΟΔΟΙ, σ. 70, 71.